- προχωρώ
- προχωρῶ, -έω, ΝΜΑ1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα εμπρός (α. «προχωρείτε, παρακαλώ» β. «με φωνήν που καταπείθει προχωρώντας ομιλείς», Σολωμ.γ. «πρὸς ἐμὴν χεῑρα προχωρῶν», Σοφ.)2. (για χρόνο) περνώ, κυλώ, φεύγω (α. «η νύχτα είχε προχωρήσει» β. «τοῡ αἰῶνος προκεχωρηκότος», Ξεν.)3. (για περιπτώσεις υπερβολής) φθάνω (α. «προχώρησες πάρα πολύ, τό παράκανες» β. «ἐς πᾱν τρυφῆς προυχώρησε», Δίων Κάσσ.)4. (για κυβερνήσεις, καταστάσεις, επιχειρήσεις) τείνω ή φτάνω σε μια καλή ή κακή έκβαση (α. «το πρόγραμμα σταθεροποιήσεως τής οικονομίας δεν προχωρεί ικανοποιητικά» β. «οὕτως ὠμὴ ἡ στάσις προυχώρησε», Θουκ.γ. «Ἴωσι προχωρησάντων ἐπὶ μέγα τῶν πραγμάτων», Θουκ)5. έχω ευνοϊκή εξέλιξη, πάω καλά, πάω μπροστά (α. «έχεις προχωρήσει στα αγγλικά;» β. «τίποτε δεν προχωρεί τα τελευταία χρόνια» γ. «τὸ ἔργον καίπερ μέγα ὄν προυχώρησεν», Θουκ.)αρχ.1. (για τόπο) είμαι στραμμένος προς μια κατεύθυνση («οἶκος εἰς βορρᾱν προκεχωρηκώς», Λουκιαν.)2. (για νόμισμα) έχω πέραση, κυκλοφορώ3. (σχετικά με χρήματα) διαθέτω, ξοδεύω4. εισάγομαι5. (για εμπορεύματα) πουλιέμαι, έχω αγοραστέςβ. (για οιωνούς) είμαι ευνοϊκός7. βγαίνω μπροστά για να δημηγορήσω8. φρ. απρόσ. προχωρεί μοια) εξελίσσεται κάτι ευνοϊκά για μένα («ὡς οἱ δόλῳ οὐ προχώρεε», Ηρόδ.)β) είναι εύκολο για μένα, μέ βολεύει («ῥίψαντες ὡς ἑκάστοις προυχώρει», Αρρ.).
Dictionary of Greek. 2013.